Καδιώ Σιγάλα

Η Καδιώ Νομικού, γεννιέται στην Πάνω Μεριά (Οία) της Σαντορίνης, τον Νοέμβριο του 1882.Είναι κόρη καπετάνιου που ταξιδεύει με την σκούνα του μεταφέροντας το γλυκό κρασί της Σαντορίνης το βισάντο, στις ρωσικές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας.   Η Καδιώ μεγαλώνει κοντά στη μητέρα και την αδελφή της, περιμένοντας, στο τέλος του φθινοπώρου, να φανεί στον ορίζοντα το πανί της σκούνας αργά αργά πλησιάζοντας το λιμάνι της Αρμένης, έτσι ώστε ο αγαπημένος της πατέρας ν’ ανέβει τα πλακοστρωμένα πεντακόσια σκαλοπάτια και να περάσει κοντά τους τον σύντομο χειμώνα.   Πήγε στο σχολείο μέχρι την τρίτη του Δημοτικού και στα 15 της χρόνια την πάντρεψαν με τον συντοπίτη τους καπετάνιο Γ. Σιγάλα, που κι αυτός με την σκούνα του ταξίδευε τις θάλασσες. Ο πατέρας προίκισε την πρωτοκόρη του με το υπόσκαφο σπίτι στην καλντέρα, της έδωσε λίρες χρυσές και ναπολεόνια, της έγραψε μεγάλα αμπέλια και άλλα χτήματα και την στόλισε με πολύτιμα κοσμήματα που είχε φέρει από τα ταξίδια του στην Ρωσία. Εκείνη, παρ’ ότι παιδί ακόμα, καταλάβαινε ότι θα έχει την μοίρα της μητέρας της. Ο άντρας της θα ταξίδευε κι εκείνη θα έμενε μόνη στο σπίτι να τον περιμένει και να έχει την φροντίδα των παιδιών, αλλά κυρίως των αμπελιών, της μεγάλης βεντέμας (δηλ.του τρύγου) και του κρασιού.   Ο καπετάνιος, τον Οκτώβρη, επέστρεφε από τα ταξίδια του, γέμιζε χρήματα το σεντούκι του σπιτιού, καμάρωνε πανευτυχής τα παιδιά του, που έρχονται- το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο- σχεδόν κάθε χρόνο- και ξανάφευγε με τ’ αεράκι του Επιταφίου, κάθε Απρίλιο. Εκείνη γέννησε 14 παιδιά, επέζησαν τα 7 και, με τον δικό της μοναδικό τρόπο, κατάφερνε να του εξοικονομεί χρήματα και να του τα δίνει να της αγοράσει κι άλλη σκούνα, κι άλλο καραβάκι κι άλλο… κι άλλο…   Στα 40 της χρόνια ο στόλος της είχε μεγαλώσει.Η Σαντορίνη ήταν μακριά πολύ από τον Πειραιά. Τότε, εγκατέλειψε την Πάνω Μεριά κι εγκατατάθηκε στον Πειραιά. Αγόρασε σπίτι κι άνοιξε ναυτιλιακό γραφείο. Αγόρασε κι άλλα ακίνητα, αγόρασε κι άλλα καράβια, μικρά και μεγάλα. Στις ναυτιλιακές και οικονομικές της δραστηριότητες την βοήθησε πολύ και την στήριξε ο εξάδελφός της Λουκάς Ν. Νομικός. Πάντα όμως οι φουρτούνες της ζωής της ήταν περισσότερες από τη νηνεμία. Πάντρεψε τα κορίτσια της, πάντρεψε τους γιούς της, καμάρωσε τα εγγόνια της. Στον πόλεμο, άλλα καράβια της χάθηκαν κι άλλα επιτάχθηκαν. Θρήνησε τις απώλεις αγαπημένων της ανθρώπων.   Μάνα, γυναίκα και νοικοκυρά, νοιάστηκε πάντα και φρόντισε όχι μόνο την οικογένειά της και όσους είχαν μείνει πίσω στην Σαντορίνη,αλλά και τα ίδια της τα πληρώματα, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Έχοντας τελειώσει την τρίτη τάξη του Δημοτικού σχολείου, βρέθηκε να συνομιλεί, με τον δικό της μοναδικό τρόπο, με πολιτικούς, με υπουργούς, με διοικητές Τραπεζών. Μετά τον πόλεμο ήρθαν καλύτερες μέρες. Όπως και οι άλλοι Έλληνες εφοπλιστές αγόρασε τα περίφημα liberties, τα καράβια των αποζημιώσεων και με τους έξυπνους ναύλους, που ή ίδια επέλεγε, κατάφερε κι αγόρασε κι άλλα ακόμα καράβια.   Η καθηγήτρια Τζελίνα Χαρλαύτη, ιστορικός της Ναυτιλίας, σε μια έρευνα που έκανε για εκείνη, βρήκε στους καταλόγους των Lloyd’s το όνομά της ως “madame Kadio Sigala”μοναδικό γυναικείο όνομα το δικό της εκείνη την εποχή. Καμία άλλη γυναίκα,δεν τα είχε καταφέρει στον κατ’ εξοχήν ανδροκρατούμενο αυτόν κόσμο.   Η Καδιώ Σιγάλα κατάφερε να υπάρξει και να επιβιώσει, ως καπετάνισσα και ως πλοιοκτήτρια πλοηγόντας και κατευθύνοντας η ίδια τα καράβια της και την ναυτιλιακή της επιχείρηση, όρθια μέχρι το τέλος.   «Ήμπαινα στο γραφείο και κουβέντιαζα με τσοι δικηγόροι κι όλο την καταστροφή μου ηφέρνανε.Ήξερα εγώ ίντα έπρεπε να κάμουνε, μα γιάντα δε με ρωτούσανε?Δυό φορές που ηχαθήκανε τα καράβια, εγώ δεν τα ξανάφτιαξα? Δεν ήβρα τρόπο να σταθούμε στα πόδια μας?… Τώρα άλλες εποχές. Οι γραμματιζούμενοι θα τα κάμουνε καλύτερα. Ήφευγαν τα βαπόρια από τη διαχείρησή μου. Ήμουνα απελπισμένη, θα΄ποθάνω και θα λένε ο κόσμος πως απόθανα γδυμνή,εγώ που ήμουνε νοικοκυρά από τον πατέρα μου……».

Γράψτε ένα σχόλιο ή απάντηση