Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος συγκλόνισε τις Βρυξέλλες και προκάλεσε νευρικότητα σε Παρίσι και Βερολίνο. Η Κομισιόν με «αποφασιστικότητα» επιζητεί να ξεκινήσουν άμεσα οι διαπραγματεύσεις του διαζυγίου με την Βρετανία, ελπίζοντας ότι η χώρα θα παραμείνει συνδεδεμένη με μια ευρείας κλίμακας εταιρική σχέση με την ΕΕ, αλλά το Λονδίνο άφησε το θέμα σε εκκρεμότητα για την επόμενη κυβέρνηση, η οποία θα προκύψει μετά το συνέδριο των Συντηρητικών, τον Οκτώβριο. Έτσι, ακόμη τίποτε δεν είναι σαφές, παρά τη βιασύνη των Βρυξελλών υπό την πίεση του Βερολίνου, να διατυπώσουν την άποψη πως η Βρετανία οφείλει να αιτηθεί άμεσα την αποχώρησή της, ώστε να αρχίσουν το ίδιο γρήγορα οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Μια σειρά πρωτοβουλιών πρόκλησης εντυπώσεων θέλει να διασκεδάσει τη διάχυτη ανησυχία των ευρωπαϊκών λαών και να δώσει το μήνυμα στους απανταχού ευρωσκεπτικιστές πως η Ευρώπη (έστω των 27) παραμένει άρρηκτα ενωμένη. Οι κινήσεις βιαστικών «άτυπων» συναντήσεων καταδεικνύουν πρωτίστως την επιβεβαίωση μιας Ευρώπης… «Διευθυντηρίου» και παράλληλα την έλλειψη σεβασμού στην τυπική διαδικασία της αποχώρησης μιας χώρας, η οποία μέχρι να επισυμβεί η αποχώρησή της παραμένει ισότιμο μέλος της ΕΕ. Από αμιγώς πολιτική σκοπιά, κοινός τόπος των πολλών πολιτικών δηλώσεων και των επικεφαλής των πολιτικών Ομάδων του ΕΚ είναι ότι «η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει» και αυτό είναι μια σημαντική αναγνώριση ότι κάτι δεν πάει καλά στην ευρωπαϊκή συνοχή. Το «πως», το «πότε», το «πόσο σύντομα» και προς «ποια κατεύθυνση» θα γίνουν οι αλλαγές ακόμη δεν το εξηγεί κανένας. Διευκρινίζεται, πάντως, ότι μέχρι να ολοκληρωθεί η αποχώρηση το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τις εκκλήσεις για άμεση ενεργοποίηση του αιτήματος αποχώρησης, με νομική βάση το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, και το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες κινούνται γρηγορότερα από το Λονδίνο συνδέεται άμεσα μόνον με τα «σήματα» που επιχειρούνται να σταλούν προς τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Αλλά το Λονδίνο είναι… «παλιά καραβάνα» στη διεθνή διπλωματία και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θα ακολουθήσει το σπρηντ που επιζητούν οι Γερμανο-κεντρικές επιδιώξεις. Καταρχάς δεν είναι σαφές «πότε» (και «εάν»!) θα υποβληθεί το αίτημα αποχώρησης, ιδιαίτερα εάν υπάρξουν εσωτερικές εξελίξεις στη Βρετανία, με τυχόν αυτονόμηση της Σκωτίας και επιθυμία παραμονής της στην ΕΕ, μετά από ένα νέο δημοψήφισμα. Ή ακόμη περισσότερο αν τέτοια δημοψηφίσματα γίνουν επίσης στην περιοχή της Βόρειας Ιρλανδίας ή και του Λονδίνου, όπου ήδη συλλέγονται υπογραφές. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, ενεργοποίηση του άρθρου 50 μπορεί να γίνει από τον Οκτώβριο και μετά. Μέχρι τότε δεν μπορεί να γίνεται κανενός είδους διαπραγμάτευση ούτε να διαταραχθεί η ενωσιακή σχέση. Επί της διαδικασίας, μετά την υποβολή του αιτήματος προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα ξεκινήσουν δύο παράλληλες διαπραγματεύσεις: η μία θα αφορά τους όρους αποχώρησης – στους οποίους όπως σε κάθε διαζύγιο υπάρχει ένα ψυχολογικό (ή πολιτικό αν προτιμάτε στην περίσταση) και ένα οικονομικό κόστος, που στην περίπτωση της Βρετανίας πλήττει τον ενωσιακό προϋπολογισμό, και η άλλη διαπραγμάτευση θα έχει να κάνει με το είδος της εταιρικής σχέσης που θα διατηρηθεί στο μέλλον. Οι συμφωνίες αυτές πρέπει να καταλήξουν μέσα σε δύο χρόνια, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με τη Βρετανία, αποφασίσουν ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας! Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, μέσα σε μια εξαετία από την έναρξη των διαπραγματεύσεων αποχώρησης, η Βρετανία τα χάνει όλα. Δηλαδή, όλες οι Συνθήκες εταιρικής σχέσης παύουν να ισχύουν. Εφόσον έχουμε συμφωνίες, αυτές θα πρέπει να εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εν συνεχεία να κυρωθούν από τα 27 εθνικά κοινοβούλια της Ένωσης, χωρίς να είναι βέβαιο ότι όλα θα συνηγορήσουν υπέρ της αποχώρησης έστω και τεχνηέντως προκειμένου να προκληθεί νέος γύρος διαπραγματεύσεων. Η πρόταση της νέας εταιρικής σχέσης θα πρέπει να γίνει από τους 27 σε συζητήσεις χωρίς τη Βρετανία, και θα είναι ιδιαίτερα περίπλοκες καθώς αφενός θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το κοινοτικό κεκτημένο και αφετέρου προσέγγιση των δύο πλευρών σε ευαίσθητα ζητήματα ανταλλαγής πληροφοριών, συνοριακών ελέγχων ή και ταύτισης θέσεων στις πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Σε ότι αφορά στη νέα εταιρική σχέση με τη Βρετανία, δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο μοντέλο. Ακούγονται απόψεις για μια προνομιακή σχέση, για μια ελαστική ένωση ή για την επιλογή μεταξύ των τριών γνωστών μοντέλων ευρωπαϊκών εταιρικών σχέσεων: το Νορβηγικό (που θα επέτρεπε στη Βρετανία να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ζώνη, διατηρώντας την πρόσβαση στην κοινή αγορά, αλλά με την αποδοχή κανόνων για τους οποίους δεν θα συναποφασίζει), το Ελβετικό (με σειρά διμερών συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα όριζαν την πρόσβασή της στην κοινή αγορά της Ευρώπης σε ορισμένους τομείς) και το μοντέλο της Νότιας Κορέας (δηλαδή μια ευρεία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ, όπως έγινε με τη Νότια Κορέα το 2009. Κάτι που θα προτιμούσε η Βρετανία, αλλά οι διαπραγματεύσεις αυτές πολλοί κρίνουν ότι θα ήταν πολύ χρονοβόρες γιατί δημιουργούνται εμπλοκές στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, καθώς οι Βρετανοί δεν θέλουν έτσι κι αλλιώς να προχωρήσει μια ενιαία τραπεζική Ένωση). Υπάρχουν όμως ακόμη δύο εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα… Το πρώτο το είπαμε μερικώς. Είναι το «πότε» (και «εάν») θα θελήσουν οι Βρετανοί κυβερνήτες να ενεργοποιήσουν τη διετία του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Δεν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν άμεσα, και αν το κάνουν προς τα τέλη του έτους ή αρχές του 2017, τότε η διετία συμπίπτει με τη λήξη της θητείας της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς το 2019 έχουμε ευρωεκλογές. Είναι προφανές πως αν το BREXIT κρίνεται, επί της ουσίας, εκείνη την περίοδο η Ευρώπη…. θα πάρει φωτιά! Ποια ενωτική καμπάνια θα μπορέσει να υπερισχύσει των ευρωσκεπτικιστών ενόψει μιας κάλπης που θα αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της Επιτροπής Γιουνκέρ στην αντιμετώπιση της ανεργίας, στην πρόκληση επενδύσεων, στην επίλυση του μεταναστευτικού, στη μείωση της φτώχειας και άλλα που αποτέλεσαν βαριές υποσχέσεις το 2014; Και ποιος μπορεί να προβλέψει τις αλλαγές στη Γαλλία ή στη Γερμανία που έχουν εκλογές μέσα στο 2017; Γι’ αυτό βιάζονται στις Βρυξέλλες. Ένα άλλο θέμα είναι οι απαραίτητες αλλαγές στα Θεσμικά Όργανα της ΕΕ. Ένας λιγότερος Επίτροπος, 73 λιγότεροι ευρωβουλευτές, μείωση εκπροσωπήσεων σε δεκάδες ευρωπαϊκούς Οργανισμούς και η άδηλη τύχη περίπου 3.000 Βρετανών ευρω-υπαλλήλων που, ακόμη και αν θέλει να τους κρατήσει ο Ζαν Κλωντ Γιουνκερ, δεν είναι βέβαιο ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός θα θέλει να τους πληρώνει. Όμως… όσοι βιάζονται να «ξωπετάξουν» τη Βρετανία από την ΕΕ είναι το ίδιο αμετροεπείς με τον τραγικό Κάμερον, που έπεσε στην ίδια του την παγίδα. Αλλά, από τον Οκτώβρη και μετά δεν θα υπάρχει Κάμερον. Και ο επόμενος ίσως να μην είναι ο Τσάμπερλεν, αλλά ένας νέος Τσώρτσιλ. Υπομονή, λοιπόν.
Γράψτε ένα σχόλιο ή απάντηση