Προς ένα Κοινωνικό Ήθος της Ορθόδοξης ΕκκλησίαςΈνα Νέο Κείμενο από Θεολόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου του π. Ιωάννη Χρυσαυγή
Η τρέχουσα πανδημία σωστά ονομάζεται παγκόσμια κρίση, και η ελληνική λέξη κρίση επιδέχεται «κριτική». Συχνά κρινόμαστε από την ανταπόκριση και αντίδραση μας σε μια κρίσιμη πρόκληση ή μια καθοριστική στιγμή. Είναι αλήθεια πως ο Covid-19 αποκάλυψε ό,τι καλύτερο στην ανθρώπινη φύση, αλλά επίσης εξέθεσε ό,τι χειρότερο στην ανθρώπινη αδιαφορία.
Αυτό ήταν εμφανές για μένα μέσα από μια απλή σύγκριση της αντίδρασης του κράτους και της εκκλησίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάτι που έγινε οδυνηρά προφανές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η εμφανής απουσία μιας Ορθόδοξης κοινωνικής προσέγγισης ή ενός Ορθόδοξου κοινωνικού ήθους -ικανά να καθοδηγήσουν την συμπεριφορά των Ορθόδοξων ηγετών αλλά και των Ορθόδοξων πιστών- σε θέματα που αφορούν το ρόλο της θρησκείας στο δημόσιο χώρο, τη σχέση εκκλησίας και κράτους, τη διαφορά μεταξύ πατριωτισμού και ρατσισμού, καθώς και την ένταση μεταξύ πίστης και επιστήμης.
Κατά τους πρόσφατους περιορισμούς, με το κλείσιμο ναών και την αναστολή λειτουργιών, ήταν μερικές φορές δύσκολο να διακρίνει κανείς εάν οι θρησκευτικοί ηγέτες (στην Ελλάδα, όπως αλλού) ενδιαφέρονταν περισσότερο για την προστασία μεσαιωνικών θησαυρών από φανταστικούς εχθρούς ή για την προώθηση θεωριών συνωμοσίας σχετικά με παγκόσμιες «πλοκές» ενάντια στο Χριστιανισμό.
Τον Ιανουάριο του 2020, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επίσημα ενέκρινε ένα νέο κοινωνικό κείμενο που δημιουργήθηκε από μια θεολογική επιτροπή επιφορτισμένη με τη διαμόρφωση των γενικών παραμέτρων και κατευθυντήριων αρχών σχετικά με το ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς και την ευθύνη των Ορθοδόξων Χριστιανών στον σύγχρονο κόσμο. Στην επιστολή του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος χαιρέτισε το συλλογικό επίτευγμα της επιτροπής για την αντιμετώπιση «των σύνθετων προκλήσεων και προβλημάτων του σημερινού κόσμου, χωρίς ταυτόχρονα να παραβλέπει τις ευνοϊκές δυνατότητες και τις θετικές προοπτικές του σύγχρονου πολιτισμού». «Για να Ζήσει ο Κόσμος: Προς ένα κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας» κυκλοφορεί σε δώδεκα γλώσσες στο Διαδίκτυο (στο Facebook του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην ιστοσελίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής) και σε μορφή βιβλίου (από το Holy Cross OrthodoxPress στη Βοστώνη).
Αν και ολοκληρώθηκε πριν ξεσπάσει ο Covid-19 στη Δυτική Ευρώπη και τον Δυτικό κόσμο, το «Για να Ζήσει ο Κόσμος» παρέχει κατευθυντήριες γραμμές και γενικές αρχές προς ένα πολύ απαραίτητο κοινωνικό ήθος για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες προκλήσεις. Το κείμενο περιλαμβάνει μια εμφανή, αλλά συνάμα ευαίσθητη ποιμαντική προσέγγιση σε ποικίλα κρίσιμα και αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως ο ρατσισμός και η φτώχεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η βιοηθική, καθώς και η τεχνολογία και η κλιματική αλλαγή. Τα επί μέρους κεφάλαια αφορούν τον ρόλο της εκκλησίας στο δημόσιο χώρο, την πορεία της ανθρώπινης ζωής από την κύηση μέχρι τον θάνατο, την πρόκληση της κοινωνικής δικαιοσύνης, την τραγωδία του πολέμου, και τη σημασία του οικουμενικού διαλόγου.
Καρπός δώδεκα θεολόγων και καθηγητών (κληρικών και λαϊκών, ανδρών και γυναικών) απ᾽ όλο τον κόσμο (Αμερική, Ευρώπη και Ασία), το κείμενο τυγχάνει από μόνο του ένα αναμφισβήτητα συλλογικό «επίτευγμα», καθώς το περιγράφει ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην επιστολή του. Τα μέλη της επιτροπής -που συναντήθηκαν επί δύο χρόνια προσωπικά και διαδικτυακά- απέφυγαν σκόπιμα και προσεκτικά να ενσωματώσουν τις οποιεσδήποτε προσωπικές τους θέσεις, σε μια προσπάθεια να διατυπώσουν ουσιαστικές ποιμαντικές προοπτικές πάνω σε θέματα που αντιμετωπίζουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί σε κοινότητες και ενορίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανά την υφήλιο. Πράγματι, το κείμενο αποτελεί μια ασυνήθιστη και πρωτοφανή εκπλήρωση «ενός περίπλοκου, για να μην πούμε αμφισβητούμενου εγχειρήματος», όπως το περιγράφουν οι επιμελητές στον πρόλογό τους.
Το κείμενο (33.000 λέξεις) επιδιώκει να οριοθετήσει ένα ορθόδοξο ήθος:
-Ἡ ἐπιδίωξη κοινωνικῆς δικαιοσύνης και ἐπιείκειας -πρόνοια γιά τούς φτωχούς καί στέγη γιά τούς ἄστεγους, προστασία τῶν ἀδύνατων, ὐποδοχή ὅλων ὅσοι ἔχουν ἐκτοπιστεῖ και βοήθεια πρός τούς ἀνάπηρους- δεν εἶναι ἁπλά ἕνα ἦθος, το ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία προβάλλει γιά χάρη μιᾶς ἥσυχης συνείδησης, ἀλλά ἀποτελεῖ ἀναγκαῖο μέσο σωτηρίας, τον ἀπαραίτητο δρόμο πού ὁδηγεῖ στην ἕνωση με τόν Θεό ἐν Χριστῷ. (§33)
Το έγγραφο είναι εξίσου συνετό και επιμελημένο σε άλλα αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως η ανάγκη της επιστήμης γενικότερα καθώς και η σημασία της επιστήμης για την κλιματική αλλαγή:
-Ἡ Ἐκκλησία ἐνθαρρύνει τούς πιστούς να εἶναι εὐγνώμονες για τά εὑρήματα τῶν ἐπιστημῶν -και νά δέχονται- ἀκόμη και ἐκεῖνα τά ὁποῖα, ἐνδεχομένως, θά τούς ὑποχρέωναν να ἀναθεωρήσουν τίς ἀντιλήψεις τους για την ἱστορία και τό πλαίσιο τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας. Ἡ ἐπιθυμία για ἐπιστημονική γνώση ἀπορρέει ἀπό την ἴδια πηγή με αὐτή τῆς λαχτάρας τῆς πίστης να εἰσέλθει ἀκόμη βαθύτερα στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. (§71)
-Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἁρμονία με τή δημιουργία, ἡ εὐχαριστία αὐτή ἐκφράζεται ἀβίαστακαί φυσικά. Ὅταν αὐτή ἡ ἁρμονία διαρραγεῖ ἤ ἀντικατασταθεῖ ἀπό την ἀσυμφωνία, ὅπως συμβαίνει συχνά, ἡ εὐχαριστία μετατρέπεται σέ ἀφόρητο βάρος και δυσεκπλήρωτο καθῆκον. Ἀλλά μόνον ἡ γνήσια εὐχαριστιακή στάση μπορεῖ νά θεραπεύσει τή διαίρεση, ἡ ὁποία ἀλλοτριώνει τον ἄνθρωπο ἀπό την ὑπόλοιπη κτιστή τάξη. (§74)
Το πρωτοποριακό αυτό κείμενο κατέχει ιδιαίτερη σημασία δεδομένου της ιστορικής πορείας της Ορθοδοξίας. Τα τελευταία χρόνια, η Ανατολική Εκκλησία παρουσιάζει μια αλλεργία, ακόμη και απέχθεια απέναντι σε κοινωνικές δηλώσεις. Αυτό είναι αναμφισβήτητα αποτέλεσμα ενός μακραίωνου αγώνα για να κατανοήσει η εκκλησία μας τη θέση της στον κόσμο, ιδίως σε μεγάλες περιόδους απομόνωσης ή δίωξης σε παραδοσιακές Ορθόδοξες χώρες, για παράδειγμα πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Η εκκλησία ανέκαθεν αντιμετώπιζε με κάποια αβεβαιότητα τη θέση και τον ρόλο της στον κόσμο. Είτε μιλούν για τα επουράνια σε σχέση με τα επίγεια, είτε πάλι για τον κόσμο υπό το φως της βασιλείας, οι διάφορες Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν καλύψει ολόκληρο το φάσμα από ταυτίσεως με τον κόσμο μέχρι απομακρύνσεως από αυτόν. Η συνηθισμένη ένταση της εκκλησίας να είναι «εντός του κόσμου» αλλά όχι «εκ του κόσμου» κατέληξε απολιθωμένη είτε σαν υποχώρηση σε κάποιο ιδεαλιστικό παρελθόν είτε σαν αντίποινα εναντίον ενός διεφθαρμένου παρόντος.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, στο μακρύ βυζαντινό διάβα, ο Ανατολικός Χριστιανισμός δυστυχώς σταμάτησε να ασχολείται με ζητήματα που σχετίζονται με το παρόν και άρχισε να επικεντρώνεται στην επανάληψη απαντήσεων από το παρελθόν. Η εκκλησία ήταν κατάλληλα εξοπλισμένη για τη διαχείριση υπερβατικών και αιώνιων πραγμάτων, ενώ το κράτος ήταν επιφορτισμένο με την ευθύνη για κοσμικά και πρόσκαιρα πράγματα. Αυτή η κατανόηση ενός σαφώς καθορισμένου ρόλου για την εκκλησία σε σχέση με τη σαφώς καθορισμένη θέση του κράτους διαμόρφωσε και μέχρι σήμερα οξύνει την ανατολική προσέγγιση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, η αμαρτία και αλαζονεία του Βυζάντιου ήταν ακριβώς η πεποίθησή του ότι η θεσμική εκκλησία ταυτιζόταν με τη θεϊκή κι όχι με την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Σαν αποτέλεσμα, ζητήματα της «πόλης» και της πολιτικής, καθώς και θέματα οικονομίας και επιστήμης, μειώθηκαν και κατέληξαν στο πεδίο και το ενδιαφέρον του δυτικού χριστιανισμού, ο οποίος μάλιστα διακρίθηκε σ᾽ αυτούς τους τομείς. Αντίθετα, η αναζήτηση πνευματικής ωριμότητας και σωτηρίας έγινε το κύριο ενδιαφέρον και η αποκλειστική ιδιοκτησία της ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Η αλήθεια είναι ότι η εκκλησία μας όχι μόνο αγνόησε τις κοινωνικές της αρχές, αλλά σε μεγάλο βαθμό απέρριψε τις κοινωνικές της προτεραιότητες. Προτίμησε την ευσεβιστική ρητορική ή τον αφηρημένο ορθολογισμό, την τελετουργική τυπικότητα ή τον αποξενωμένο μυστικισμό – γιατί όλα αυτά άλλωστε ευκολότερα προέβαλαν την εξωτερική εμφάνιση μιας παραδοσιακής αυθεντικότητας ή πατερικής πιστότητας.
Όμως, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Η αρχαία και βυζαντινή εκκλησία είχε μια τολμηρή φωνή για τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Μια σύντομη ανάγνωση συγγραφέων του 4ου αιώνα, όπως ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, αποκαλύπτει την εξέχουσα θέση του κοινωνικού πυρήνα της διδασκαλίας του ευαγγελίου στην καρδιά και τη διακονία τους. Ο Μέγας Βασίλειος αποδοκιμάζει έντονα κάθε υποχώρηση του Χριστιανού από τον κόσμο. Οποιαδήποτε εσχατολογία που γαλβανίζει την απόδραση από το σύγχρονο χρόνο και το συγκεκριμένο τόπο καταγγέλλεται ως αιρετική και επικίνδυνη. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, η έμφαση στο μοναχισμό (σαν απόσυρση στη καρδιά) και στο μυστικισμό (σαν γοητεία ενός άλλου κόσμου ή ενός κόσμου αλλού) παρείχε την κατάλληλη δικαιολογία για μια αποδέσμευση από τούτο τον κόσμο στη χριστιανική Ανατολή με διάφορες επιπτώσεις για την εκκλησιολογία, τη λειτουργία και το ήθος της. Ακόμη και η συμβατική βαλβίδα ασφαλείας της Ορθόδοξης χριστιανικής ηθικής -η σχέση μεταξύ πνευματικού οδηγού (σχεδόν αποκλειστικά αρσενικού γένους) και πνευματικού τέκνου- συχνά καταντά τρόπος αποφυγής μιας καθολικής αποδέσμευσης αρχών και αυτοπαράδοσης στην προσωπική διάκριση ενός ατόμου-ειδώλου. Παρά την υπόσχεση και τη δυνατότητα υπέρβασης των περιορισμών ενός θεσμικού κληρικαλισμού, στην πραγματικότητα η σχέση με μια χαρισματική εξουσία είναι τελικά ένα φαινόμενο που τείνει όλο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες να καταστέλλει την προσωπική ελευθερία και ανάπτυξη.
Πιο πρόσφατα, η κοινωνική διδασκαλία περιορίστηκε περαιτέρω σε μια έμφαση ή έννοια εθνικισμού σαν μέσο επιβίωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ιδιαίτερα σε καιρούς καταδίωξης και καταπίεσης. Κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων, η εκκλησία ταυτίστηκε ενστικτωδώς με τους πρώτους μάρτυρες και εσωτερίκευσε μια αρνητική κριτική για οποιαδήποτε εξωτερική ηθική ή ευαγγελική αποστολή. Ενώ μπορεί σίγουρα να υπάρχει κάποια αξία για μια κριτική του Χριστιανισμού που απλώς επιδιώκει τη «χρησιμότητα» σε έναν κόσμο ανταγωνιστικών υποσχέσεων για ασφάλεια ή σωτηρία, η εναλλακτική επιλογή δεν χρειάζεται πάντα να είναι ένας Χριστιανισμός παντελώς «άχρηστος» σε μια εποχή πλουραλιστικών επιλογών για εκπλήρωση ή ικανοποίηση.
Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός έπαψε ή απέφυγε να διατυπώσει ένα σαφές κοινωνικό ήθος κατά τη διάρκεια των αιώνων είναι σίγουρα η τάση κι ο πειρασμός να καταφρονεί ή να κατακρίνει οτιδήποτε ενδέχεται να αντικατοπτρίζει τον Δυτικό Χριστιανισμό. Παρά ταύτα, το 2000, η Εκκλησία της Μόσχας δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Η Βάση της Κοινωνικής Έννοιας», μια προκαταρκτική, αν και αξιοθαύμαστη προσπάθεια καταγραφής των κοινωνικών αρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία μετά από παρατεταμένη περίοδο καταστολής, καθορίζοντας τον ρόλο της σε έναν κατά τα άλλα αρνητικό και ανταγωνιστικό κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνολική προσέγγιση του ρωσικού κειμένου ήταν αρνητική, αν όχι κυνική προς τον κόσμο, τον οποίο αντιμετώπιζε σαν απειλή που έπρεπε να αψηφησθεί και να νικηθεί. Μια τέτοια αμυντική στάση ενώπιον της γενικότερης κοινωνίας μπορεί να επιβιώσει ή ακόμη και να ευδοκιμήσει υπό τις συνθήκες μιας ομολογιακής απομόνωσης, αλλά συχνά μειώνεται και διαλύεται στο πλαίσιο μιας οικουμενικής διαφάνειας και ευθύνης.
Σε αντιπαράθεση, από τα μέσα του εικοστού αιώνα, αυτή η ανοικτότητα σε άλλες παραδόσεις και πολιτισμούς μέσω μιας συνάντησης με άλλες ομολογίες και θρησκείες -κατά κάποιο τρόπο ήταν η πρώτη φορά που οι Ορθόδοξοι έρχονταν σε στενή επαφή μεταξύ τους και σε κριτική συνομιλία με τον σύγχρονο κόσμο- ήταν που εν μέρει ενέπνευσε και ώθησε τις διάφορες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να ξεκινήσουν τη μακρά και επίπονη διαδικασία για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η συνάντηση στην Κρήτη τον Ιούνιο του 2016 -που για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μια χιλιετία συγκέντρωσε Ορθόδοξους πατριάρχες και ιεράρχες, μαζί με μια χούφτα συμβούλων, κληρικών και λαϊκών- εξέδωσε μια επίσημη απόφαση καθώς και ένα εγκύκλιο μήνυμα σχετικά με τον «Ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο». Υπ᾽ αυτήν την έννοια, το κείμενο «Για να Ζήσει ο Κόσμος» συνεχίζει και συμπληρώνει το εξαιρετικό έργο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Ενώ η δημιουργία του κοινωνικού κειμένου τυγχάνει ιστορικά απαράμιλλη σαν διαδικασία διαφάνειας και άνευ προηγουμένου σαν συνεργασία της επίσημης ιεραρχίας και της θεολογικής ακαδημίας, η ετοιμότητα και η ανοικτότητα της εκκλησίας να αγκαλιάζει και να ενημερώνει τον πιστό λαό σε θέματα που σχετίζονται με την πολιτεία της, εξακολουθεί να υπολείπεται του ιδανικού για την κατάρρευση ενός σκληρυμένου πυρήνα κληρικαλισμού. Παρ᾽ όλα αυτά, το γεγονός ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανέθεσε, εμπιστεύτηκε και επικύρωσε αυτό το κοινωνικό κείμενο στην μικρή αυτή ομάδα θεολόγων είναι μια θετική και αναζωογονητική αλλαγή στη νοοτροπία μιας εκκλησίας που συνήθως συνδέεται με το παρελθόν και συχνά αποξενώνεται από το παρόν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί πλέον να συμβιβάζεται με μια απλή επιβίωση.
Προς τον σκοπό αυτό, και σε συνάφεια με τις συνέπειες που αναδύονται για τη θέση και την ευθύνη της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, καθώς και για τις κοινωνικές και προσωπικές μας προτεραιότητες για «την επόμενη μέρα» του Covid-19, το «Για να Ζήσει ο Κόσμος» παρέχει στον αναγνώστη έναν χάρτη πορείας που συνδυάζει τα σύγχρονα θέματα με τη σοφία και το κάλλος της Ορθόδοξης πνευματικότητας, ενώ ταυτόχρονα ξεκινά μια ευρύτερη συζήτηση με κάθε άνθρωπο καλής θέλησης.
Γράψτε ένα σχόλιο ή απάντηση