Κώστας Καρράς – Τέλος Eποχής;  

Ζούμε συνάμα δύο τουλάχιστον σημαντικές στροφές στην πορεία της ανθρωπότητας. Επομένως, οφείλομε να είμαστε προσεκτικοί στην εκφορά οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρόβλεψης αλλά οφείλομε επίσης να επανεξετάσομε ριζικά τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων ενεργούσαμε μέχρι στιγμής. Η τρέχουσα κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε την ίδια πληροφόρηση με κάθε άλλη χώρα, εκτός βέβαια από την Κίνα, όσον αφορά την πανδημία που πλησίαζε. Η πρώτη παγκόσμια αντίδραση σε αυτήν υπήρξε έντονη κριτική του κομμουνιστικο-καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού της Κίνας, ο οποίος απέτυχε είτε να αποτρέψει είτε να αποκρύψει την πανδημία, αλλά η οποία στη συνέχεια επιβεβαίωσε επιτυχώς τον αποτελεσματικό της κοινωνικό έλεγχο, περιορίζοντας την στο Wuhan, αν και άλλα κύματα της πανδημίας αναμένονται σε άλλες περιοχές. Ταυτόχρονα, οι διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ απέδειξαν ότι ο κομμουνιστο-καπιταλιστικός ολοκληρωτισμός δεν αντιπροσωπεύει την πολιτική προτίμηση κανενός λαού που μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τις απόψεις του. Άλλες χώρες προετοιμάστηκαν. Οι ΗΠΑ, αντίθετα, επέτρεψαν να αποκαλυφθούν ως η παγκόσμια δύναμη, των οποίων οι κάτοικοι ξοδεύουν αναλογικά περισσότερα για την υγεία από οποιαδήποτε άλλη χώρα αλλά δεν διαθέτουν αποτελεσματικό ομοσπονδιακό σύστημα προστασίας της ζωής των πολιτών τους, με συνέπεια την απώλεια ανθρώπινων ζωών σε έκταση άγνωστη οπουδήποτε αλλού. Αντιθέτως, οι δημοκρατικές χώρες, τόσο της Ευρώπης όσο και της Άπω Ανατολής, απέδειξαν ότι διέθεταν τέτοια συστήματα, είτε περισσότερο είτε λιγότερο επιτυχημένα. Αυτή η εξέλιξη αντιπροσωπεύει μια ακόμη, αυτή τη φορά χαριστική βολή, όχι προφανώς στην οικονομική, στρατιωτική και πολιτική δύναμη των ΗΠΑ, αλλά στον κρίσιμο ρόλο που έχουν παίξει από το 1945 ως παράδειγμα στον κόσμο. Η χαριστική αυτή βολή ακολουθεί μια σειρά από αυτοτραυματισμούς, όπως την άρνηση επικύρωσης του Πρωτοκόλλου του Κιότο, την εισβολή στο Ιράκ κατά της θέλησης μιας πλειοψηφίας του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την αδυναμία προστασίας της ακεραιότητας της εθνικής τους εκλογικής διαδικασίας από εξωτερική παρέμβαση το 2016 και την αποχώρηση από τις συμφωνίες του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Μπορούν οι ΗΠΑ να ανακτήσουν τον ρόλο τους ως παγκόσμιο παράδειγμα; Μεγάλωσα στις ΗΠΑ όταν ήταν πράγματι υποδειγματική χώρα, όχι μόνον οικονομικά και στρατιωτικά αλλά και ηθικά. Ελπίζω ότι θα μπορέσει να ανακάμψει, αλλά κρίνω ότι η πρόκληση θα αποδειχθεί ριψοκίνδυνη. Η έντονη αντίθεση στις αναγκαίες αλλαγές που συνεπάγεται την αναγνώριση σοβαρών οικολογικών και κοινωνικών αποτυχιών, θα προέλθει τόσο από το σήμερα κυβερνών κόμμα, όσο και από περίπου το 40% του εκλογικού σώματος, υποστηριζόμενο από την πλειοψηφία των ευπόρων σε μια χώρα όπου η δύναμη του ιδιωτικού πορτοφολιού είναι απαράμιλλη για μια σύγχρονη δημοκρατία. Η προτεραιότητα που δίνεται στη διατήρηση του σημερινού προτύπου μαρτυρείται από την απόφαση ότι έπρεπε να ξανανοίξουν εσπευσμένα τα σφαγεία κρέατος, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων που απειλούνταν με τον κίνδυνο του κορονοϊού. Ίσως υποτιμούμε τον χρόνο που θα απαιτηθεί για τον τερματισμό τής πανδημίας. Όποτε όμως το πετύχουμε, θα βρούμε το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής να κτυπά συνεχώς πιο επίμονα όχι μόνο στις ραγισμένες εξώπορτες φτωχών σπιτιών στην Αίγυπτο και το Μπανγκλαντές αλλά και στις βεράντες κάποιων από τις πολυτελέστερες επαύλεις στις αμερικανικές ακτές. Εάν πράγματι επανεξετάσουμε τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων λειτουργούσαμε μέχρι τώρα, ιδίως παύοντας να προϋποθέτομε την συνέχιση του ρόλου των ΗΠΑ ως ηθικό υπόδειγμα και παράδειγμα, είναι απαραίτητο να εξεταστεί πώς φθάσαμε σε αυτό το σημείο. Στην πρώτη φάση των 75 ετών από το 1945 έως το 2020, όταν οι ΗΠΑ εθεωρούντο ως παράδειγμα ακόμη και από τους εχθρούς τους, πόσο μάλλον από τους φίλους τους, η καταναλωτική κοινωνία δεν αποτελούσε το αρχικό παράδειγμα. Αυτή υπήρξε μεταγενέστερη εξέλιξη. Και αν στην πρώτη φάση αυτής της περιόδου των 75 ετών, άκρως θετική για μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, μια καταναλωτική κοινωνία δεν αποτελούσε τον γενικό στόχο, παρ’ όλο που η οικονομία υπήρξε τότε εξ ίσου σημαντική με σήμερα, αυτό μας διδάσκει ένα κρίσιμο μάθημα -όπως ήταν δυνατόν για μια καταναλωτική κοινωνία σταδιακά να αναδειχθεί ως κεντρικός στόχος, έτσι είναι επίσης δυνατόν σταδιακά να αντικατασταθεί απ’ άλλα πρότυπα-. Στην πρώτη φάση της εν λόγω περιόδου 75 ετών, από το 1945 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, μετά την επιτυχή σύγκρουση με το απόλυτο κακό που εκπροσωπούσαν οι ολοκληρωτισμοί των Ναζί και των φασιστών, τα κύρια ζητήματα ήταν: – Οικονομική ανασυγκρότηση στις επιμέρους εθνικές κοινωνίες, συνδυαζόμενη με μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να παρέχονται δικαιοσύνη, ασφάλεια και δημοκρατικά ασκούμενες ελευθερίες στους πολίτες τους, συνδυαζόμενη επίσης με μια ανανεωμένη διεθνή τάξη μη επιθετικού, συνεταιριστικού, ελεύθερου ανταγωνισμού. Η οικονομική ανασυγκρότηση συνεπαγόταν την αναδημιουργία μιας μορφωμένης μεσαίας τάξης όχι όμως απαραίτητα τη δημιουργία μιας καταναλωτικής κοινωνίας. – Αντίθεση αρχής και αποτελεσματική άμυνα κατά του σταλινικού ολοκληρωτισμού, ο οποίος αντικατέστησε τη μη συγκαλυμμένη επιδίωξη του απάνθρωπου κακού που χαρακτήριζε τον Ναζισμό με μια υποκριτική προσήλωση στη τελειοποίηση των ανθρώπινων κοινωνιών, σε συνδυασμό με τη συστηματική διάπραξη του κακού με πρόσχημα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. – Εξελικτική ή και επαναστατική ανατροπή αποικιακών αυτοκρατοριών, που είχαν για αιώνες εκμεταλλευτεί και καταπιέσει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη δεύτερη φάση της υπό εξέταση περιόδου διάρκειας 75 ετών, φάση που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ολοκληρώνεται το 1990, η επίτευξη μιας καταναλωτικής κοινωνίας εξελίχθηκε σταδιακά σε έναν από τους πρωταρχικούς στόχους. Γιατί; Διότι αυτό αποτελούσε επιθυμία των περισσοτέρων ατόμων και οικογενειών, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αύξηση εισοδημάτων επέτρεψε αυξημένη ελευθερία αυτόνομης δράσης, χαλάρωση κοινωνικών κανόνων και απόλαυση καταναλωτικών αγαθών. Οι ΗΠΑ αποτελούσαν και πάλι το παράδειγμα προς μίμηση, παρόλο που είχαν ήδη υστερήσει σε σχέση με άλλες δημοκρατίες στην εξασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το παράδειγμα των ΗΠΑ σαφώς αντικατόπτριζε τις επιθυμίες και της πλειοψηφίας των κατοίκων του Κομμουνιστικού και του αναπτυσσόμενου κόσμου, καθώς οι πρώτοι αναγνώριζαν σταδιακά την προφανή χρεοκοπία των ιστορικών και οικονομικών θεωριών της κυρίαρχης ιδεολογίας, ενώ οι άλλοι, με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης των αγορών, διερευνούσαν τα πιο πρόσφορα μέσα για να χαρούν το φως του ήλιου μετά από τις μακρόσυρτες νύχτες αυτοκρατορικής ή/και εμπορικής εκμετάλλευσης. Η σαραντάχρονη σύγκρουση μεταξύ αντίπαλων πολιτικών και οικονομικών συστημάτων έληξε με δύο σημαδιακά αποτελέσματα. Η ελεύθερη αγορά και το φιλελεύθερο δημοκρατικό πρότυπο επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος και του αναπτυσσόμενου και του πρώην κομμουνιστικού κόσμου. Αντίθετα, στην Κίνα, ο πολιτικός ολοκληρωτισμός διασώθηκε με τη προσάρτηση του συστήματος ελεύθερων αγορών ως και του καπιταλισμού στην υπηρεσία του. Η δεκαετία του 1990 ξεκίνησε θριαμβευτικά για τις ΗΠΑ τόσο ως υπόδειγμα όσο και ως αδιαμφισβήτητη παγκόσμια υπερδύναμη. Ωστόσο κατά τη δεκαετία του 1960, αρχικά με πολύ αργό ρυθμό αλλά ταχύτερα με κάθε δεκαετία που περνούσε, ξεκίνησε μια εσωτερική κριτική και των δύο τότε αντιπάλων συστημάτων, με το βιβλίο της Rachel Carson, «The Silent Spring», ένα άλλο παράδειγμα των ΗΠΑ ως εκκινητές εξελίξεων και υποδείγματα μίμησης. Αν και το οικολογικό κίνημα τελικά ρίζωσε βαθύτερα στην Ευρώπη, πολλές από τις πρώτες επιτυχίες του επιτεύχθηκαν στις ΗΠΑ εξ ίσου υπό Ρεπουμπλικανικές και Δημοκρατικές διοικήσεις. Για πάνω από είκοσι χρόνια επικρατούσε η εντύπωση ότι, ενώ η επιτυχία της οικονομικής ανάπτυξης στην παροχή ανέσεων σε ένα απαράμιλλο ποσοστό ατόμων πράγματι προκαλούσε περιβαλλοντικά προβλήματα, αυτά θα μπορούσαν να επιλυθούν με συντονισμένη προσπάθεια εντός των παραμέτρων του υπάρχοντος συστήματος. Η ρύπανση αντιμετωπίσθηκε, είδη διασώθηκαν, υγρότοποι, δάση και εθνικά πάρκα αναβαθμίσθηκαν. Ακριβώς την εποχή, ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, που ο Σοβιετικός Κομμουνισμός άρχισε να γκρεμίζεται, σταδιακά κατέστη σαφές ότι η οικολογική ισορροπία του πλανήτη μας είχε πλέον διαταραχθεί εκ βάθρων, δημιουργώντας υπαρξιακό κίνδυνο για την ανθρωπότητα αλλά και για αναρίθμητα είδη χλωρίδας και πανίδας, λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η δεκαετία του 1990 τελείωσε με τη Γερουσία των ΗΠΑ να απορρίπτει το Πρωτόκολλο του Κιότο, απόφαση που αντικατόπτριζε μια απόλυτη αποτυχία να ερμηνεύσει η αμερικάνικη ηγεσία τα σημεία των καιρών και να αντιδράσει κατάλληλα. Άλλωστε ο καταναλωτισμός είναι καταρχάς προσαρμοσμένος στο «εδώ και τώρα», οπότε είναι ιδιαίτερα αδιάφορος τόσο στο ιστορικό παρελθόν όσο και στο αναδυόμενο μέλλον. Αυτή ήταν η δεκαετία που παρατήρησα σε ένα πολυκατάστημα της Δυτικής Ευρώπης, το καταλληλότατο (για την εποχή), διασκεδαστικό αλλά τελικά ανατριχιαστικό, διαφημιστικό μήνυμα: «Ψωνίζω, επομένως υπάρχω»! Η ανταπόκριση της Δυτικής Ευρώπης στην αναδυόμενη κρίση, δεν ήταν ούτε ενωμένη ούτε επαρκής, αλλά μια μεγάλη πλειοψηφία, ακόμη και πριν από την Σύσκεψη του Κιότο το 1997, αναγνώρισε ότι υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα που απαιτούσε επείγουσα προσοχή. Πολλοί Αμερικανοί αρνήθηκαν να ακούσουν τη φωνή είτε της δικής τους επιστημονικής κοινότητας, της πιο εντυπωσιακής στον κόσμο, είτε των πιο σοφών ηθικών και θρησκευτικών ηγετών της οικουμένης. Αντ ‘αυτού, η πλειοψηφία προσκολλήθηκε όλο και πιο πεισματικά στο δοκιμασμένο καταναλωτικό τους πρότυπο. Τόσο τυφλή υπήρξε η εμμονή της σε μια ιδεολογία ελεύθερης επιλογής, ώστε μέχρι το 2016 να είχε γίνει υπόδουλη, μέσω τού καταναλωτικού της πάθους, των υπευθύνων επεξεργασίας δεδομένων, στους οποίους δεν εννοείτο να αρνηθούν τα προσωπικά τους δεδομένα και από τους οποίους, σύμφωνα με τον πρώτο νόμο του καταναλωτισμού, θα μπορούσαν να πουληθούν. Από διακεκριμένους εκπροσώπους της παράδοσης του Διαφωτισμού, το ένα από τα δύο κόμματα των ΗΠΑ μετατράπηκε σταδιακά σε μια μηχανή οικολογικής καταστροφής και το άλλο σε μια ευρεία εκκλησία, που θα μπορούσε να συμφωνήσει σε ευσεβείς πόθους αλλά όχι σε άμεσα αποτελεσματική δράση. Εάν οι ΗΠΑ έχασαν τη θέση τους ως χώρα παράδειγμα σαν αποτέλεσμα της απόρριψης του Κιότο και του Παρισιού, του πολέμου στο Ιράκ, των εκλογών του 2016 και της καταστροφής του κοροναϊού, η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι στιγμής απέτυχε να την αντικαταστήσει. Τα βόρεια κράτη μέλη επέκριναν ορθά τα νότια για ενίοτε διεφθαρμένη διακυβέρνηση που σπατάλησε πολύτιμους πόρους. Τα νότια κράτη επικρίνουν ορθά τα βόρεια, επειδή αρνούνται να διακρίνουν μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης όπου ένα επιτόκιο είναι οικονομικά ορθολογικό και των αναγκαίων δαπανών για τη ζωή, την ελευθερία και την οικολογική ασφάλεια των πολιτών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπου ένα επιτόκιο όχι μόνο είναι ακατάλληλο αλλά αντιφατικό προς οποιαδήποτε λογική κατανόηση κοινοτικής αλληλεγγύης. Είναι επομένως απαραίτητο τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον κόσμο, οι τρέχουσες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι κοινές γαλλο-γερμανικές θέσεις να γίνουν αποδεκτές, ώστε τέτοιες ανάγκες να καλύπτονται ως θέμα αρχής από έναν διευρημένο προϋπολογισμό της Ενώσεως. Είναι εξίσου σημαντικό αυτό το μάθημα να μην ξαναξεχαστεί, είτε από εκείνους που κάλυπταν τη διαφθορά διακυβέρνησής τους με εξωραϊσμένα λόγια είτε από εκείνους που καλύπτουν την ηθική τύφλωση με εκκλήσεις για λιτότητα. Παραμένει απαραίτητος ο σεβασμός της πρώιμης περιβαλλοντικής παροιμίας: «Σκεφτείτε παγκόσμια, Δράστε τοπικά» αλλά δυστυχώς πλέον δεν αρκεί. Όπως συνέβη στη δεκαετία του 1930, είναι προφανές ότι απαιτείται ένα νέο οικονομικό και περιβαλλοντικό πρότυπο. Αυτό θά μπορούσε να ενθαρρύνει και να καθοδηγήσει την επιχειρηματική δημιουργικότητα ώστε να λειτουργεί μέσα σε νέες παραμέτρους όπως ενός δραματικά μειωμένου οικολογικού αποτυπώματος, σεβασμού της φύσης και της πολιτισμικής κληρονομιάς, συνέχισης της ελεύθερης αλλά πλέον και οικολογικά δίκαιης ανταλλαγής στο διεθνές εμπόριο, μιας νέας επιμονής στην ισότητα των πολιτών στο πλαίσιο δημοκρατικών συστημάτων διακυβέρνησης • και τέλος επαναβεβαίωση της ηθικής ισότητας όλων των ανθρώπων σύμφωνα με την ισχυρή εκδοχή του Χρυσού Κανόνα, «Πάντα…όσα θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς». Πιέζει ο χρόνος. Υπάρχει ήδη ένας κόσμος Ωκεανικών νησιών που φοβάται οτι θά πνιγεί από τις ανερχόμενες θάλασσες, ενώ ένας άλλος κόσμος της Αυστραλασίας τρέμει οτι μπορεί να καεί, στην «φωτιά της επόμενης φοράς». Στη Λατινική Αμερική, η συνεχιζόμενη γεωργική επέκταση σε βάρος των αυτόχθονων πληθυσμών και της αρχέγονης φύσης σε συνδυασμό με τη βία, την ανισότητα και την περιβαλλοντική τύφλωση, δημιουργούν έναν δηλητηριώδη ζωμό τόσο για την περιοχή όσο και για ολόκληρο τον κόσμο. Μια μακρά ζώνη χωρών, με κομβικό σημείο την Μέση Ανατολή, ξετυλίγεται ήδη από την ξηρότητα που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, την πολιτική καταπίεση αυταρχικών καθεστώτων, την κοινωνική καταπίεση, ιδίως γυναικών, από ολοκληρωτικούς ιεροκήρυκες και εγγενή επιθετικότητα από κράτη τόσο εντός όσο και εκτός της περιοχής. Σε ποιον πρέπει όλοι αυτοί οι λαοί να αναζητήσουν υπόδειγμα ζωής και παράδειγμα ηγεσίας; Ή σε ποιάς ηγεσίας την ευθυκρισία μπορούν να εμπιστευτούν τα δισεκατομμύρια ανθρώπων που εξαρτώνται από τους υδάτινους πόρους του οροπεδίου του Θιβέτ, όταν γνωρίζουν ότι σύντομα δεν θα λαμβάνουν ποσότητες επαρκείς για τις ανάγκες τους; Εάν βρισκόμαστε σε ένα πραγματικό «Τέλος Εποχής», πώς θάπρεπε να ανταποκριθεί η Ελλάδα; Το πρώτο μας καθήκον είναι σαφές: δηλαδή να ακολουθήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση στον βαθμό που αποτελεί οικολογικό παράδειγμα, συμπεριλαμβανομένης της πιστής εφαρμογής των κανονισμών σχετικά με την επεξεργασία των αποβλήτων. Οι Έλληνες μπορούμε δικαιολογημένα να επικαλεσθούμε το επιχείρημα ότι κατά τη σκοτεινή δεκαετία που ξεκίνησε το 2008 η ΕΕ άσκησε μικρή πίεση σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Αντίθετα απαιτώντας μειώσεις δαπανών, επιδείνωσε μια ήδη περιβαλλοντικά απαράδεκτη κατάσταση. Αυτό έχει πλέον αλλάξει. Παράλληλα, η νέα ελληνική κυβέρνηση, προς τιμήν της, έστερξε επιτέλους στην καθυστερημένη απόφαση να απομακρυνθεί από τον λιγνίτη ως καύσιμο βάσης για την Ελλάδα. Η κίνηση αυτή ήταν απολύτως απαραίτητη, αλλά δεν ήταν αρκετή. Το δεύτερο καθήκον της Ελλάδας είναι να καταστεί η ίδια ένα υποδειγματικό παράδειγμα σε ορισμένους τομείς. Τί δει γενέσθαι άμεσα, λοιπόν, στη χώρα μας:
  1. Συνειδητή εφαρμογή μιας από τις παλαιότερες αρχές της Ενώσεως: «ο ρυπαίνων πληρώνει». Σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ. συλλογή απορριμμάτων, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω του φορολογικού συστήματος. Όσον αφορά τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υπάρχει σήμερα μια σκανδαλώδης έλλειψη ίσης μεταχείρισης μεταξύ διαφορετικών μορφών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μεταξύ διαφορετικών περιπτώσεων εφαρμογής της ίδιας μορφής αλλά και μεταξύ επενδυτών και των Ελλήνων φορολογουμένων. Οι τρεις αυτές ανισότητες θα μπορούσαν να επιλυθούν ταυτόχρονα μέσω της απαίτησης προσκόμισης μιάς εγγυητικής επιστολής οποιουδήποτε επενδυτή γιά να καλύψει το κόστος της πλήρους αποκατάστασης τοπίου όπου θα στηθεί η επένδυση μετά την ολοκλήρωση της ωφέλιμής της ζωής. Το ύψος μιας τέτοιας εγγυητικής επιστολής θα ήταν κανονικά ελάχιστο για τη γεωθερμική ενέργεια, μέτριο για τα φωτοβολταϊκά πάνελ και υψηλότερο για χερσαίες ανεμογεννήτριες. Οι επενδυτές πρέπει πράγματι να αποκομίζουν κέρδη, αλλά όχι σε βάρος ούτε του φορολογούμενου ούτε του φυσικού περιβάλλοντος.
  2. Μεταμόρφωση του ελληνικού φορολογικού συστήματος, με στόχο την βελτίωση συνάμα της ανταγωνιστικότητας της χώρας και του περιβάλλοντός της. Θα υπήρχαν ισοδύναμες μειώσεις της φορολογίας επί της απασχόλησης, ξεκινώντας από τις επί του παρόντος υπερβολικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (εργοδοτών και εργαζομένων) και ισόποσες αυξήσεις της φορολογίας σε ρυπογόνες δραστηριότητες πχ. μέσω χρεώσεων για χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων σε περιοχές κυκλοφοριακής συμφόρησης, αποτελεσματικής επιβολής των υφιστάμενων τελών για τις ταξινομήσεις αυτοκινήτων, φόρου επί των πλαστικών προϊόντων μίας χρήσης, επί των αδρανών, επί της παράδοσης απορριμμάτων, επί των βιομηχανικών αποβλήτων και επί αδειών οικοδομής για εκτός σχεδίου δόμηση.
  3. Συνδυασμός υποχρεωτικού βιοκλιματικού σχεδιασμού και της χρήσης γεωθερμικής ενέργειας ρηχής ενθαλπίας σε νέες κατοικίες με φορολογικές πιστώσεις για μόνωση και αναβάθμιση υπαρχόντων κτιρίων με στόχο την αποτελεσματική μείωση του σημερινού υψηλού οικολογικού αποτυπώματος του αποθέματος κατοικιών στην Ελλάδα.
  4. Αναζωογόνηση της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής, υγιούς τόσο για τους καταναλωτές όσο και για το περιβάλλον, επιτυγχάνοντας έτσι τη βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά και των εξαγωγικών προοπτικών της ελληνικής γεωργίας.
  5. Ενθάρρυνση της έρευνας, της ανάπτυξης και των επενδύσεων σε τομείς όπου η Ελλάδα μπορεί να γίνει υποδειγμα: μεταξύ αυτών των τομέων μπορεί να είναι η έρευνα και τεχνολογία σε τομείς που σχετίζονται με το περιβάλλον και την υγεία.
  6. Υποστήριξη των μέσων μαζικής μεταφοράς με ανανεώσιμες πηγές, ενθάρρυνση της χρήσης ποδηλάτων και εισαγωγή σε τουριστικά νησιά με υποβαθμισμένο περιβάλλον, ηλεκτρικών ή/και υδρογονικών αυτοκινήτων με ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
  7. Εσπευσμένη ολοκλήρωση περιβαλλοντικών μελετών των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου NATURA 2000, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί, αν και η αρχική προθεσμία ήταν το 2006, με αποτέλεσμα την συνεχή προώθηση προτάσεων για ακατάλληλες επενδύσεις που δεν επιτρέπονται από τους οικείους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Προστασία περιοχών με πολύτιμη πολιτιστική ή/και φυσική κληρονομιά. Προώθηση εναλλακτικών προτύπων τουρισμού, όπως αθλητικού, θρησκευτικού, ιαματικού, ιστιοπλοϊκού, οικολογικού, ορνιθολογικού, πεζοπορικού, πολιτισμικού, φυσιολατρικού και υποβρυχίου, τα οποία θα είναι και αειφορικά αλλά και μακροπρόθεσμα επωφελή για την Ελλάδα και τους εταίρους της.

Γράψτε ένα σχόλιο ή απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *