Οι Έλληνες κατέχουν και διαχειρίζονται τα τελευταία 40 χρόνια το μεγαλύτερο στόλο του κόσμου, μεγαλύτερο από εκείνον των Ιαπώνων, Αμερικανών, Γερμανών, Νορβηγών. Γιατί; (Σεπτέμβριος 2005) Τζελίνα Χαρλαύτη καθηγήτρια Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο«Οι Έλληνες κατέχουν και διαχειρίζονται τα τελευταία 30 χρόνια το μεγαλύτερο στόλο του κόσμου, μεγαλύτερο από εκείνον των Ιαπώνων, Αμερικανών, Γερμανών, Νορβηγών. Γιατί; Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που έχω προσπαθήσει τα τελευταία 25 χρόνια να απαντήσω και νομίζω ότι θα περάσω και αρκετά χρόνια ακόμη που θα συνεχίζω να διερευνώ Γιατί άραγε ένα μικρό ευρωπαϊκό κράτος 10 εκατομμυρίων κατοίκων να έχει το μεγαλύτερο στόλο του κόσμου; Δεν θα πάμε πίσω στα αρχαία χρόνια και στη σχέση του έλληνα με τη θάλασσα από τόσους αιώνες.» «΄Ετσι, οι μεγαλέμποροι της Μαύρης Θάλασσας, της Κωνσταντινούπολης και του Λονδίνου είχαν τα κεφάλαια να περάσουν από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια. Η μετάβαση στα ατμόπλοια, η αγορά αυτών από το Λονδίνο, η δημιουργία γραφείων στον άξονα Πειραιά – Λονδίνου, έφερε στις παραμονές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου την ελληνική ναυτιλία να διαθέτει κάπου 800 φορτηγά ιστιοφόρα. Αυτό σήμαινε ότι στην διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, οι Έλληνες μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν απόλυτα την ουδετερότητα της Ελλάδας, στα τρία πρώτα χρόνια μαζί και τους ναύλους, ώστε να μπορέσουν να βγάλουν εξαιρετικά κέρδη. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι Έλληνες μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τη κρίση του ’29, όταν η Βρετανία εκποιούσε πλοία, όταν μεγάλες βρετανικές εταιρίες και όχι μόνο, έπεφταν έξω και πουλούσαν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές τα πλοία τους Μπόρεσαν έτσι να αγοράσουν πλοία των 10-15 χρόνων και να τα εκμεταλλευτούν. Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα, μετά την Αγγλία και τη Νορβηγία, θα έχει τον τρίτο μεγαλύτερο στόλο ελεύθερων φορτηγών πλοίων. Στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχασε μεν τα 2/3 του στόλου της, αλλά αυτός ήταν ασφαλισμένος, ώστε μετά τον πόλεμο μπόρεσε να αγοράσει τα περίφημα 100 Λίμπερτις και άλλα 300 -400 από αυτά και να μπει στην αγορά των δεξαμενοπλοίων με πρωτοπόρους εφοπλιστές. Έτσι οι συμπατριώτες μας έφτασαν στη δημιουργία διεθνούς δικτύου και ενός διεθνούς “κλάμπ” και μπόρεσαν να ανεβούν στην κορυφή το τελευταίο τρίτο του 20ου αιώνα. Όμως στο σημείο αυτό θα ήθελα να μεταφερθώ στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, γιατί η ναυτιλία και στις δύο αυτές περιοχές ήταν πάντα η ίδια, αν και τοπικιστικοί λόγοι την ήθελαν διαφορετική. Ένα θαυμάσιο εργαλείο για να κατανοήσουμε αυτή την ενιαία επιχειρηματική δράση, μας το έδωσε ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς, ο οποίος μιλά για τη διάσπαρτη πόλη του Ιονίου και του Αιγαίου από την Κέρκυρα μέχρι το Καστελόριζο, από τη Λήμνο μέχρι τη Ζάκυνθο. Είναι πράγματι μία διάσπαρτη πόλη η οποία έχει 120 νησιά κατοικημένα, εκτός από τα χιλιάδες μικρότερα από τα οποία στον 19ο αιώνα, τα 40 ανέπτυξαν ναυτιλιακή δραστηριότητα όχι με μικρά πλοία, αλλά μεγάλα, τα οποία τα φτιάχνανε στα καρνάγια και στις αμμουδιές. Ξεκίνησε το Ιόνιο σε σχέση με τις ιταλικές πόλεις, το Αιγαίο όμως είχε τη δική του μεγάλη ναυτιλία. Στο Αιγαίο θα ξεχωρίσω τρεις περιοχές, το δυτικό Αιγαίο που πιάνει από τη Σκόπελο και το Βόλο μέχρι τις Σπέτσες, το κεντρικό Αιγαίο και το ανατολικό Αιγαίο. Το πρώτο τμήμα του Αιγαίου που αναπτύχθηκε τον 18ο αιώνα, είναι το δυτικό και ιδιαίτερα το νοτιοδυτικό, Σπέτσες – Ύδρα και βέβαια τα Ψαρρά που είναι στο ανατολικό. Έτσι, ενώ οι Ιόνιοι διακινούσαν το θαλάσσιο εμπόριο στην Αδριατική και σε ιταλικές πόλεις, οι Αιγαιοπελαγίτες, ίσως γιατί δεν μπορούσαν να σπάσουν το μονοπώλιο των Ιονίων βγήκαν έξω, προς τη δυτική Μεσόγειο και μετέφεραν και εκείνοι σιτηρά από την ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα στη δυτική Μεσόγειο, σπάζοντας το μονοπώλιο τελικά των Ιονίων. Ξεκίνησαν λοιπόν τον 18ο αιώνα. Δεν υπήρχε ναυτιλία πριν στην Ύδρα και στις Σπέτσες ή στα Ψαρρά, τέτοιου μεγέθους. Το άλλο κομμάτι το οποίο δεν το ξέρουμε πολύ, γιατί τα αρχεία είναι Οθωμανικά και τώρα μόλις τα έχουμε προσεγγίσει και τα μελετάμε, είναι ο άξονας που εκινείτο κάθε καλοκαίρι ο οθωμανικός στόλος και είναι τα νησιά βέβαια του δυτικού Αιγαίου. Από τα νησιά του δυτικού Αιγαίου, εκείνοι οι οποίοι ανέπτυξαν μεγάλη ναυτιλία και δεν την ξέρουμε ακόμη είναι οι Κασσιώτες. Αυτοί πήγαν στη Σύρο τον 19ο αιώνα και έγιναν μεγάλες εφοπλιστικές δυναστείες. Η Κάσσος, όπως και η Ύδρα είναι βραχότοπος ένα πολύ μικρό νησί μακριά από το κέντρο της Ελλάδας και μέχρι το 1946-1947 δεν ήταν ελληνικό. Ωστόσο, έχουμε εκεί ναυτιλιακή ανάπτυξη από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και ολόκληρο τον 19ο, έχουμε ανάπτυξη και της υπόλοιπης Δωδεκανήσου στη φορτηγό ναυτιλία, στην αλιεία και ιδιαίτερα στη σπογγαλιεία και στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, ανάπτυξη της Χίου, από Χιώτες εφοπλιστές και καραβοκύρηδες που δεν είχαν καμιά σχέση με τους Χιώτες μεγαλέμπορους, όπως ήταν οι αδελφοί Ράλλη, Αργέντη, Πετροκόκκινου κ.α. Την ίδια περίοδο, στο κέντρο του Αιγαίου έχουμε την Σύρο που οι σχέσεις της με τη Δύση την προστάτευσαν από τους Οθωμανούς με αποτέλεσμα να γίνει πόλος έλξης της επιχειρηματικότητας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Έτσι πάρα πολλοί Χιώτες, Κασσιώτες και Λέριοι, ήλθαν στο νησί αυτό, με αποτέλεσμα να γίνει γύρω στα 1830 το οικονομικό, εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο της Ελλάδας. Η θάλασσα καθόρισε τον Έλληνα και στην επιχειρηματική του δράση, αλλά και στην ιδεολογία του, στον τρόπο ακόμη που βλέπει του εαυτό του. Οι Έλληνες είμαστε ναυτικός λαός, έχουμε την αλμύρα στο DNA. Γιατί η θάλασσα που μας περιβάλλει δεν είναι η οποιαδήποτε θάλασσα. Είναι η Μεσόγειος, ένας πολυπολιστισμικός πολυεθνικός χώρος. Θάλασσα επικοινωνίας στην οποίαν συναντήθηκαν και εξακολουθούν να συναντιόνονται πολιτισμοί, γλώσσες και θρησκείες. Είναι μια θάλασσα “ανοιχτόκαρδη” γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι έρχονται στα νησιά μας και εντυπωσιάζονται βλέποντας κοντά στα άλλα, το πόσο ίδια είναι τα σπίτια στο Καστελόριζο, στη Σύρο στο Γαλαξίδι και στη Κεφαλονιά. Το Γαλαξίδι αίφνης, έχει πολύ περισσότερα κοινά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά με το Καστελόριζο, απ’ ότι με την κοντινή Άμφισσα. Και η Γαλαξιδιώτισσα κυρά, είχε ταφτάδες και δαντέλες από την Βενετία, από την Κωνσταντινούπουλη, από τη Μασσαλία, σερβίτσια και σκρίνια από όλους αυτούς τους τόπους, ενώ η κυρά στην Άμφισσα ζούσε τη λιτότητα της στεριανής Ελλάδας. Σε αυτό το περιβάλλον ξεκίνησε η ανάπτυξη της νεώτερης ελληνικής ναυτιλίας για να φτάσει σήμερα στην παγκόσμια κορυφή.
Γράψτε ένα σχόλιο ή απάντηση